Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

ΚΡΗΤΗ, ΝΗΣΙ ΜΟΥ. Τοῦ Νίκου Καζαντζάκη


Τὸ καλοκαῖρι τοῦ 1945, ὁ Νίκος Καζαντζάκης περιοδεύει στὴν Κρήτη ὡς μέλος τῆς κυβερνητικῆς Ἐπιτροπῆς Διαπιστώσεως Γερμανικῶν Ὠμοτήτων.



ΚΡΗΤΗ, ΝΗΣΙ ΜΟΥ
Τοῦ Νίκου Καζαντζάκη

     Σοβαρὸ εἶναι τὸ πρόσωπο τῆς Κρήτης, πολυβασανισμένο. Μαδάρες γυμνές, τραχειές, ἀγέλαστες. Κοιτάζεις ἀπὸ τὸ ἀεροπλάνο τὴν Κρήτη ν΄ ἁπλώνεται στὴ θάλασσα καὶ νοιώθεις πὼς ἀληθινὰ τὸ νησὶ τοῦτο εἶναι γιοφύρι ἀνάμεσα σὲ τρεῖς ἠπείρους. Σημαδεμένο κι΄ ἀπ΄ τὶς τρεῖς τοῦτες μεγάλες Μοῖρες. Γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Εὐρώπη πήδησε κι΄ ἔχτισε φωλιὰ στὴν Κρήτη τὸ πεινασμένο ἀρπαχτικὸ πουλὶ ποὺ τὸ λέμε πνεῦμα. Ἄπλωσε τὶς φτεροῦγες του στὸ Κρητικὸ χῶμα καὶ γέννησε τὸν μυστηριώδη, βουβὸ ἀκόμα, ὅλο ζωή, χάρη, κίνηση καὶ λαμπρότητα Κρητικὸ πολιτισμό.

     Ἡ Κρήτη ἀληθινὰ ἔχει κάτι τὸ πανάρχαιο, τὸ ἅγιο, τὸ πικραμένο καὶ περήφανο, ποὺ ἔχουν οἱ χαροκαμένες μάνες ποὺ γέννησαν παλικάρια. Ἔχει τόσο πολὺ πολεμήσει καὶ ὑποφέρει ἡ γῆς ἐτούτη, ἔχει τόσο πολὺ συνηθίσει τὸ θάνατο, ποὺ τὸν ξεφοβήθηκε πιὰ καὶ μπορεῖ νὰ γελάῃ καὶ νὰ παίζῃ μαζί του.
Σαράντα μέρες γύριζα τὸ περασμένο καλοκαῖρι τὴν Κρήτη, γιὰ νὰ δῷ τὰ χωριὰ ποὺ γκρέμισαν κι ἔκαψαν οἱ βάρβαροι καὶ τοὺς ἄντρες καὶ τὶς γυναῖκες ποὺ τοὺς ἔντυσαν τὴ μαύρη ἀρματωσιὰ τοῦ πένθους. Περίμενα ν΄ ἀκούσῳ κλάματα καὶ νὰ δῷ χέρια ν΄ἁπλώνονται νὰ ζητοῦν βοήθεια. Καὶ βρῆκα ἀνυπόταχτες, ἀπαράδοτες ψυχὲς καὶ κορμιὰ μισόγυμνα πεινασμένα καὶ ἀλύγιστα.


     Τί δύναμη καὶ τί ἀντοχὴ εἶναι τούτη, συλλογιζόμουν, καὶ ποῦ, βρίσκουν τὰ κορμιὰ τοῦτα τόση ψυχή; Καὶ ποιά ἀκριτικὴ πνοὴ τοὺς δίνει τόση ἀψηφισιὰ νὰ παλεύουν μὲ τὸ θάνατο;
 Οἱ Κρητικοὶ, ἀλήθεια, ἀγαποῦν παράφορα τὴ ζωὴ καὶ συνάμα ποτὲ δὲν φοβοῦνται τὸ θάνατο. Μέσα ἀπὸ τὰ χαλασμένα χωριὰ ποὺ πέρασα, πάνω ἀπὸ τὰ νεοανοιγμένα μνήματα ποὺ δρασκέλισα, πίσω ἀπὸ τὶς κουβέντες ποὺ ἄκουσα, ἀκατάπαυστα διαπίστωσα τούτη τὴ μεγάλη δισυπόστατη παλληκαριά: παράφορη ἀγάπη γιὰ τὴ ζωὴ καὶ ἄφοβο ἀντίκρυσμα τοῦ θανάτου.
Οἱ Κρητικοί, ὅπως ὅλες οἱ γενναῖες ψυχές, στὴν ἄκρα ἀπελπισία βρίσκουν τὴ λύτρωση. Πολλοὶ Κρητικοί, μπροστὰ ἀπὸ τὰ τουφέκια τῶν Γερμανῶν, τὴ στιγμὴ ποὺ θὰ τουφεκίζονταν, ἔβρισκαν τὴ γαλήνη, καὶ ὄχι μονάχα τὴ γαλήνη παρὰ καὶ τὴ χαρὰ τῆς ἀδάμαστης ψυχῆς ποὺ ἀναγαλλιάζει γιατὶ τῆς δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ δείξῃ τὴν ἀρετή της. Πολλοί, τὴν ὕστερή τους στιγμή, μπροστὰ ἀπὸ τὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα, τραγουδοῦσαν μαντινάδες Κρητικὲς ἢ τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο. 


 

Στὰ Χανιά, μέσα ἀπὸ τὸ γκρεμισμένο σπίτι του, ἕνας γεροντάκος πρόβαλε καὶ μᾶς εἶπε:

– Ἕναν δάσκαλο, τὸν λέγαν Παπαδάκη, πήγαιναν νὰ τὸν ἐκτελέσουν. Ἕνας μαθητής του τοῦ λέει: Γιατί νὰ σκοτωθῇς;  Καλλίτερο εἶναι νὰ φύγῃς. Κι΄ ὁ δάσκαλος τοῦ ἀποκρίθηκε: Ὄχι, ἐγώ αὐτό ποὺ τόσα χρόνια σᾶς δίδασκα, τώρα θὰ τὸ ἐφαρμόσῳ, θὰ πεθάνῳ γιὰ τὴν πατρίδα!
Στὴν κρίσιμη αὐτὴ κι΄ οἱ πιὸ σακάτες γίνουνταν ἥρωες. Στὶς φοβερὲς φυλακὲς τῆς Ἀγιᾶς,  κοντᾶ στὰ Χανιά, οἱ Γερμανοὶ διάλεξαν 42 παλικάρια (διάλεγαν πάντα τοὺς καλλίτερους) καὶ πήγαιναν νὰ τοὺς σκοτώσουν. Στὸ δρόμο ἕνας σακάτης, καμπούρης, τοὺς σταμάτησε. Σταθῆτε φώναξε στοὺς Γερμανούς: «Σκοτῶστε με ἐμένα νὰ γλυτώσῃ ἕνα παλληκάρι».
– «Ὄχι, φῦγε!» τοῦ εἶπαν ἐκεῖνοι. «Τότε σκοτῶστε με καὶ μένα, νὰ γίνουν 43», φώναξε ὁ καμπούρης. Ντρέπομαι νὰ ζῷ ἐγὼ ὁ σακάτης καὶ νὰ σκοτωθοῦν τοῦτοι οἱ λεβέντες».


     Ἀνήμπορες γριές, γέροι σαράβαλα, σήκωναν τὴν φωνή τους καὶ μιλοῦσαν ἀτρόμητα στοὺς Γερμανούς.
Σ΄ ἓνα ὡραιότατο χωριό, στὰ Μεσκλά, μιὰ γριὰ ἔκρυβε ἒξη μῆνες, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς της, δυὸ Ἐγγλέζους στὸ σπίτι της. Μιὰ μέρα οἱ Γερμανοὶ τοὺς ἔπιασαν. Ἡ γριὰ τρέχει στὸν ἄγριο Γερμανὸ φρούραρχο, στάθηκε μπροστά του καὶ τοῦ φώναξε:
– Νὰ ξέρῃς, Κομαντάτε, πὼς ὅλες οἱ μανάδες στὸν κόσμο πονοῦνε κι΄ αὐτός ὁ πόνος τῶν μανάδων θὰ φάῃ τὴν Γερμανία. Ἡ Γερμανία θὰ χαθῇ, βάνω τὴν κεφαλή μου! Βάνεις στοίχημα Κομαντάτε;
Ἄοπλοι, ἀνοργάνωτοι, χωρὶς βοήθεια ἀπὸ κανένα, οἱ Κρητικοὶ ἀπὸ τὰ χωριά, ἀπὸ τὰ βουνά, κατέβαιναν στ΄ ἀκρογιάλια, νὰ ὑπερασπιστοῦν τὸ νησί τους ἀπὸ τοὺς ἄγριους, πάνοπλους ἀλεξιπτωτιστὲς ποὺ κατέβαιναν. Στὶς 19 τοῦ Μάη 1941 σκοτείνιασε ὁ οὐρανὸς τῆς Κρήτης ἀπὸ τὰ γερμανικὰ ἀεροπλάνα, ἄρχισαν οἱ βομβαρδισμοί, οἱ πρῶτοι ἀλεξιπτωτιστὲς ἔπεφταν στὸ ἀεροδρόμιο τοῦ Μάλεμε, κοντὰ στὰ Χανιά, ὕστερα στὸ Ρέθυμνο, στὸ Ἠράκλειο, παντοῦ. 



      

νας γέρος, ἀπὸ ἕνα χωριουδάκι κοντὰ στὸ Μάλεμε, μᾶς διηγεῖται:

– Εὐθὺς ὡς εἴδαμε τ΄ ἀεροπλάνα, φωνάξαμε: Ἀπάνω τους, μωρὲ παιδιά! Πήραμε τ΄ἄρματα καὶ χυθήκαμε.
– Ποιά ἄρματα; ρώτησα. Εἴχατε ἄρματα;
– Πὼς δὲν εἴχαμε. Ἄλλοι εἶχαν παλιὲς καραμπίνες, ἄλλοι μαχαῖρες κι΄ἄλλοι εἶχαν ραβδιά. Τὴν ὥρα ποὺ ἔπεφτε ἕνας «οὐρανίτης» ἦταν ἀκόμα ζαλισμένος καὶ μεῖς χιμούσαμε ἀπάνω του, τὸν σκοτώναμε μὲ τὰ ραβδιά, μὲ τὶς μαχαῖρες, τὸν ξαρματώναμε καὶ σιγά – σιγὰ γέμιζε καὶ μᾶς ἡ φούχτα μας πολυβόλο καὶ περίστροφο.
Οἱ Γερμανοὶ εἶχαν ὁρίσει νὰ πάρουν τὴν Κρήτη σὲ 24 ὧρες. Ἡ παραμικρὴ ἀργοπορία θὰ τοὺς ἦταν θανάσιμη. Ἤξεραν πὼς οἱ Κρητικοὶ ἦταν ἄοπλοι, πὼς ὅλοι οἱ νέοι ἦταν ἐπιστρατευμένοι καὶ βρίσκονταν ἀκόμη στὴν Ἑλλάδα καὶ πὼς οἱ Ἄγγλοι μήτε στρατὸ εἶχαν μήτε ἀεροπλάνα. Ἦταν λοιπὸν σίγουροι πὼς σὲ 24 ὧρες θὰ παίρνᾳν τὴν Κρήτη. Ἔκαμαν ὀκτὼ μέρες. Ἕξη χιλιάδες ἀλεξιπτωτιστὲς σκοτώθηκαν ἀπὸ τὰ ραβδιὰ καὶ τὶς μαχαῖρες.

     Ἕνας Κρητικὸς χωριάτης, ὅταν μ΄ εἶδε νὰ ξαφνιάζομαι γιὰ τὴν παλληκαριὰ τῶν Κρητικῶν, μοῦ εἶπε τὰ καταπληχτικὰ τοῦτα λόγια:
– Γιατί παραξενεύεσαι; Ἐμεῖς ξέραμε πὼς γράφαμε Ἱστορία.
Δὲν ξέρω ἂν ὑπάρχει στὸν κόσμο ἄλλη χώρα, ὅπου οἱ χωρικοὶ νὰ βλέπουν τὸν πόνο, τὴ θυσία, τὴν ἀτομική τους καταστροφὴ ἀπό τόσο ὕψος. Ἤξερε ὁ Κρητικὸς αὐτὸς χωριάτης πὼς ὑπάρχει στὸν κόσμο τοῦτο ἕνα ἀγαθό, ἀνώτερο ἀπὸ τὴ ζωὴ καὶ πὼς γιὰ τὸ ἀγαθὸ αὐτὸ πάλεψε καὶ θυσιάστηκε ὅλη ἡ ράτσα μας καὶ πρέπει τώρα κι΄ αὐτός, ὁ Κρητικὸς χωριάτης, νὰ παλέψῃ καὶ νὰ θυσιαστῇ. Καὶ τὸ ἀγαθὸ αὐτὸ λέγεται Ἱστορία, δηλαδὴ ὑστεροφημία, δηλαδὴ ἀθανασία.
Πιστεύουν στὸ ἀγαθὸ αὐτὸ οἱ Κρητικοί, ὅπως πιστεύουν στὴν ἐλευθερία. Πολεμοῦν, ξέροντας πὼς ἂν δὲν μείνει τ΄ὂνομά τους, θὰ μείνῃ καὶ θὰ ζήσῃ τὸ ἔργο τους. Καὶ τώρα ποὺ κανείς δὲν φαίνεται νὰ θυμᾶται πὼς ἡ Κρήτη ἔσωσε τὸν Συμμαχικὸ ἀγώνα στὴν Ἐγγὺς Ἀνατολὴ καὶ πὼς ἐπέδρασε ὁριστικὰ στὴν πορεία τοῦ Παγκοσμίου Πολέμου, καὶ τώρα ποὺ μήτε οἱ ξένοι, μήτε ἡ Ἑλλάδα φαίνονται νὰ θυμοῦνται τὴν θυσία καὶ τὴν ἐποποιΐα τῆς Κρήτης, οἱ Κρητικοὶ δὲν ἔχασαν τὸ θάρρος τους καὶ τὴν πίστη τους. Ἄστεγοι, πεινασμένοι, ἀδικημένοι, στέκουνται μέσα στὰ χαλάσματα τῶν σπιτιῶν τους καὶ δὲν μιλοῦν. Ἔκαμαν βλέπετε, τὸ χρέος τους καὶ τὰ καλὰ παλληκάρια δὲν προσμένουν ἀμοιβή. Ἡ Ἱστορία ποὺ εἶναι σήμερα ἕνα μὲ τὴν Ἐλευθερία, θὰ τοὺς κρίνῃ κάποτε. Καὶ θὰ πῇ τότε γιὰ τὴν περηφάνια τους — καὶ θὰ τοὺς προβάλῃ τότε σὰν παράδειγμα ἡρωισμοῦ καὶ αὐταπάρνησης σ΄ὅλους τοὺς μεγάλους καὶ ζωντανοὺς αὐριανοὺς λαούς.



 

 – Δὲν ἔχουμε ἕνα σκαμνὶ νὰ σὲ βάλουμε νὰ καθίσῃς, δὲν ἔχουμε ἕνα ποτήρι νὰ σοῦ δώσουμε νερό, δὲν ἔχουμε ἕνα κομμάτι ψωμί, ἂν πεινᾶς, δὲν ἔχουμε τίποτα, τίποτα! Ὅλα μᾶς τὰ 'κάψαν καὶ μᾶς τὰ πῆραν οἱ Γερμανοί.

Ἔτσι μοὔλεγαν κάτω ἀπὸ ἕνα πλάτανο στὴ μέση τοῦ γκρεμισμένου χωριοῦ, οἱ μαυροφόρες ποὺ ξεπρόβαλαν ἀπὸ τὰ χαλάσματα.
– Δὲν ἔχουμε μήτε καὶ ἄντρες νὰ κουβεντιάσουν μαζί σου!
– Νἀ, μόνο τοῦτα τ΄ἀρσενικὰ ἀπόμειναν, εἶπε μιὰ χλωμὴ γυναικούλα, δείχνοντάς μου δυὸ τρία μωρὰ ποὺ βύζαιναν στὸν κόρφο τους οἱ μανάδες.
– Φτάνουν αὐτὰ γιὰ μαγιά! φώναξε μιὰ γριά. Τὰ ἴδια δὲν πάθαμε καὶ στὴν ἐπανάσταση τοῦ 66; Ἐγὼ ἤμουν μικρή, μὰ θυμοῦμαι. Δυὸ τρία μωρὰ εἶχαν πάλι ἀπομείνει κι΄ἀπὸ αὐτὰ ἀναπιάστηκε πάλι ὅλο τὸ χωριό. Μὴ φοβᾶστε, μαγιὰ πάντα ἀπομένει!

  Τὰ περισσότερα χωριὰ στὴν Κρήτη χάθηκαν, οἱ περισσότεροι ἄντρες σκοτώθηκαν γιατὶ φιλοξενοῦσαν Ἄγγλους. Σ΄ἕνα χωριό, τὰ Μεσκλά, εἶδα μιὰ μάνα ποὺ τῆς εἶχαν σκοτώσει τοὺς δυὸ γιούς της, γιατὶ εἶχε σπίτι της κι΄ ἔκρυβε ὀκτὼ μῆνες δυὸ Ἄγγλους στρατιῶτες. Τὸ μάθαν οἱ Γερμανοὶ κι΄ἦρθαν, τῆς ἔκαψαν τὸ σπίτι, τῆς σκότωσαν τοὺς γιούς της, καὶ τώρα στέκουνταν ἀπόξω ἀπὸ τὰ χαλάσματα, λιγνὴ, χαροκαμένη, μὲ τὰ μάτια ὅλο φλόγα, καὶ μοῦ μιλοῦσε:

– Τὸ ἴδιο βράδυ ποὺ σκότωσαν τοὺς γιούς μου, πέρασαν νύχτα βαθειά, δυὸ Ἐγγλέζοι ποὺ τοὺς κυνηγοῦσαν οἱ σκύλοι οἱ Γερμανοί. Κάπνιζε ἀκόμη τὸ σπίτι μου, μὰ ἐγὼ εἶχα τρυπώσει σὲ μιὰ γωνιὰ καὶ ἔκλαιγα.
Μὲ ἄκουσαν οἱ Ἐγγλέζοι, ζύγωσαν. – Ψωμί! μοῦ φώναξαν, ψωμί! Οἱ χωριανοί μοῦ εἶχαν δώσει μιὰ κουλούρα κριθαρόψωμο, μὰ ἐγὼ δὲν εἶχα ὂρεξη νὰ φάῳ, δὲν κατέβαινε ἡ μπουκιὰ στὸ λαιμό μου. Τοὺς ἔδωκα τὸ ψωμί. Κρύωναν, τοὺς ἔδωκα καὶ μιὰ κουβέρτα, ποὺ μοῦ εἶχαν δώσει, βγῆκα ἀπὸ τὴ γωνιά καὶ τοὺς ἒβαλα νὰ κοιμηθοῦν.

 – Γιατί τάκαμες ὅλα αὐτά; ρώτησα. Οἱ Ἐγγλέζοι δὲν φταῖγαν ποὺ σκότωσαν τοὺς γιούς σου;
 – Τὄκαμα, ἀποκρίθηκε, γιατὶ εἶχαν κι΄ αὐτοὶ μανάδες, καὶ κατέχω ἤντα θὰ πῇ πόνος τῆς μάνας.
Ἀνθρωπιὰ μεγάλη εἶναι τούτη· ἡ μεγάλη ψυχὴ νικάει τὸν πόνο τὸν ἀτομικὸ καὶ τὸν πιο φοβερό: άκουγα τη γριά και τα μάτια μου βούρκωναν.





     Ἕνα βράδυ μπῆκα σὲ φτωχικὸ χαμόσπιτο σ΄ἕνα Σφακιανὸ χωριό. Ὁ γέρος καπετάνιος μὲ τὴ μαύρη φέσα του, ὁ Κυριᾶκος Σπεριλάκης κάθονταν πλάϊ στὸ τζάκι καὶ κάπνιζε ἓνα μακρὺ τσιμποῦκι. Κάθησα δίπλα του, ἔφερα τὴν κουβέντα στὸ θάνατο.
Στράφηκε ὁ γέρος Σφακιανὸς καὶ μοῦ εἶπε:
–Χαρὰ στὸν ἄνθρωπο παιδί μου, ποὺ βάνει δυὸ φορὲς τὴ μέρα στὸ νοῦ του τὸ «θάνατο».
Κι΄ἕνας ἂλλος γέρος ἑκατοχρονίτης στὸ κάμπο τῆς Μεσαρᾶς μοῦ εἶχε πεῖ μιὰ μέρα ἕνα μεγάλο λόγο. Τὸν ρώτησα.
–Πῶς σοῦ φάνηκε, παπποῦ, ἡ ζωή αὐτή, στὰ ἑκατὸ αὐτὰ χρόνια;
–Σὰν ἕνα ποτήρι κρύο νερὸ, μοῦ ἀποκρίθηκε.
–Καὶ διψᾶς ἀκόμη, παποῦ;
Στράφηκε καὶ μὲ κοίταξε μὲ τὰ μικρὰ θολούτσικα μάτια του, σήκωσε τὴ χερούκλα του σὰ νὰ καταριόταν καὶ εἶπε:
–Ἀνάθεμά τον ποὺ ξεδίψασε!

     Οἱ δυσκολίες καὶ τραχύτητες τῆς ζωῆς δὲν λυγίζουν τὴν Κρητικὴ ψυχή. Ἀντίθετα, τὴν πυρώνουν καὶ τὴν δυναμώνουν. Γέρικη, ἀβόλευτη καὶ τραχειὰ εἶναι ἡ γῆ τῆς Κρήτης. Κι΄ὅταν τὰ βουνά της κι΄οἱ θάλασσες ἢ οἱ ψυχὲς ποὺ πλάστηκαν ἀπὸ τέτοιους βράχους καὶ τέτοια ἀρμύρα δὲν σοῦ ἐπιτρέπουν οὔτε στιγμὴ νὰ βολευτῇς, νὰ γλυκαθῇς, νὰ πῇς:  Φτάνει…
Τότε ἡ Κρήτη ἔχει κάτι τὸ ἀπάνθρωπο, δὲν ξέρω πιὰ ἂν ἀγαπάει ἢ ἂν μισερεῖ τὰ παιδιά της, ἕνα μονάχα ξέρω: ὅτι τὰ μαστιγώνει ὡς τὸ αἷμα.

     Ὑπάρχει καὶ κάτι ἄλλο στὴν Κρήτη, ὑπάρχει ἀκόμα φλόγα  –ἂς τὴν ποῦμε ψυχή– κάτι πιὸ πάνω ἀπὸ τὴ ζωὴ κι΄ἀπὸ τὸ θάνατο, ποὺ εἶναι δύσκολο νὰ τὸ ὁρίσῃς, δηλαδὴ νὰ τὸ περιορίσῃς.
Ὑπάρχει αὐτὴ ἡ περηφάνεια , τὸ πεῖσμα, ἡ παλληκαριά, ἡ ἀψηφισιὰ καὶ μαζί τους κάτι ἄλλο, ἀνέκφραστο καὶ ἀστάθμητο, ποὺ σὲ κάνει νὰ χαίρεσαι ποὺ εἶσαι ἂνθρωπος. Νὰ χαίρεσαι, μὰ καὶ συνάμα νὰ σοῦ δίνῃ μεγάλη εὐθύνη. Γιατὶ ἐνῶ νοιώθεις πὼς ἔχεις χρέος νὰ κάμῃς ὅ,τι μπορεῖς γιὰ νὰ σώσῃς αὐτὸ τὸ λαό, ἐκεῖνος βλέπει τὴν προσπάθειά σου μὲ εἰρωνεία καὶ περιφρόνηση.
Δὲν ἔχει τὴν ἀνάγκη κανενὸς γιὰ νὰ σωθῇ. Σώζει, δὲν σώζεται. Ἕνα μονάχα σοῦ μένει τότε: νὰ δοκιμάσῃς νὰ γίνῃς ἄξιος αὐτοῦ τοῦ λαοῦ, νὰ κερδίσῃς τὴ δύναμη τῆς δικῆς του ψυχῆς, ποὺ ποτὲ δὲν καταδέχτηκε ν΄ἀπατήσῃ τὸν ἑαυτὸν του ἢ τοὺς ἄλλους καὶ ποὺ πάντα τολμάει ν΄ἀντικρύσῃ πρόσωπο μὲ πρόσωπο τὴ Θεὰ ἐκείνη ποὺ δὲν κάνει χατήρια καὶ δὲν κάθεται στὰ πόδια κανενός, τὴν ἀγέλαστη κι΄ἀδιάκριτη Θεά, τὴν εὐθύνη… 



 


Ἀπὸ τὸ βιβλίο  «Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ», Ἰ. Γ. Μανωλικάκη, ἔκδ. ΠΑΓΚΡΗΤΙΟΥ ΕΝΩΣΕΩΣ ΑΘΗΝΩΝ – ΠΕΙΡΑΙΩΣ,  ΑΘΗΝΑΙ, ΜΑΪΟΣ 1966.

Εἰκόνες
ἀπὸ ἐδῶ,    ἐδῶ, 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου