Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Ὁ καπετὰν Μητρούσης (Δημήτριος Γκογκολάκης)




    Ὁ καπετὰν Μητρούσης γεννήθηκε στὸ Χομόντος τοῦ κάμπου τῶν Σερρῶν. Τὸ ὄνομά του ἦταν Δημήτριος Γκογκολάκης, μὰ ἔγινε γνωστὸς μὲ τὸ «Μητρούσης», τὸ χαϊδευτικὸ ὄνομα ποὺ τοῦ εἶχε δώσει ἡ μάνα του.
Μία μέρα τοῦ 1906 ποὺ δούλευε στὰ χωράφια, μπῆκαν Βούλγαροι κομιτατζῆδες σπίτι του καὶ ἔσφαξαν τὴ γυναίκα καὶ τὸ παιδί του. Ἔξαλλος τότε βγάζει τὸ κρυμμένο ὅπλο καὶ μὲ τὸν ξάδελφό του Γιοβάνη Οὔρδα ξεχύνεται σίφουνας στὰ χωριὰ Γκαμήλα, Ἔλσιανη, Καστάρκα καὶ Μελιγκόσδη, ὅπου σκότωσε ἀνθρώπους τοῦ βουλγαρικοῦ κομιτάτου.
Οἱ τουρκικὲς ἀρχὲς δυσκολεύτηκαν νὰ πιστέψουν ὅτι σὲ μία νύχτα εἶχε ἁλωνίσει τόσα χωριά. Βγῆκε πιὰ στὸ κλαρὶ μὲ τὸν Γιοβάνη καὶ τὸν ἀνηψιό του Μιχάλη Οὐζούνη καὶ ἔγινε ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος τῶν Βουλγάρων.

     Ἐνώθηκε μὲ τὸ μικρὸ σῶμα τοῦ ὁπλαρχηγοῦ Γιωργίου Γιαγκλῆ, ἑνὸς φουστανελοφόρου γίγαντα μὲ μεγάλα ξανθὰ γένεια ἀπ΄τὴν Ἱερισσὸ τῆς Χαλκιδικῆς. Τὸ εἶχαν ἐξοπλίσει οἱ ἀδελφοὶ Γερογιάννη, τοῦ Μακεδονικοῦ Συλλόγου τῆς Ἀθήνας, ἐπίσης ἀπὸ τὴ Χαλκιδική.  Γι΄αὐτὸ ἦταν ἀνεξάρτητος ἀπ΄τὰ ἄλλα σώματα.
Ντυμένοι τουρκικὲς στρατιωτικὲς στολὲς μπῆκαν μία νύχτα στὸ Καρατζάκιοϊ ὅπου ὁ Μητρούσης ἔστειλε πολλοὺς νὰ συναντήσουν τὴν γυναίκα του. Τὰ κέντρα Σερρῶν –Θεσσαλονίκης πρόσταξαν νὰ φύγουν ἀμέσως στὴν Ἑλλάδα οἱ δύο ἀρχηγοί. Τὰ ξεσπάσματα τοῦ Μητρούση προκαλοῦσαν τὴν δυσφορία τῶν Τούρκων, τὶς παραστάσεις τῶν ξένων ἀξιωματικῶν καὶ «συμβούλων», τὴν ἱερὴ ἀγανάκτηση τῶν πληρωμένων ἀπὸ τοὺς Βουλγάρους δημοσιογράφων.
Εἶχε λησμονηθῇ ὅτι τοῦ εἶχαν σκοτώσει στὰ καλὰ καθούμενα γυναίκα καὶ παιδί. Ὁ Μητρούσης ἀσφυκτιοῦσε στὴν Ἀθήνα. Τὸν δυσκόλευε καὶ τὸν πίκραινε καὶ ἡ ἄγνοια τῆς ἑλληνικῆς γλῶσσας. Μιλοῦσε τὸ σλαβόφωνο ἰδίωμα.

-«Γιατὶ μὲ κρατοῦν ἐδῶ; μοῦ ἔλεγε μὲ παράπονο στὸ σλαβόφωνο ἰδίωμά του. «Θέλω νὰ πάῳ πάνω νὰ πολεμήσῳ Βουλγάρους καὶ Τούρκους. Εἶμαι ἄρρωστος, ἀμπρέ. Θ΄ ἀποθάνῳ.»

-«Δὲν εἶσαι ἄρρωστος, ἀμπρέ. Εἶσαι λύκος», ἀπαντοῦσα.

Γέλασε καὶ εἶπε

-«Θ΄ἀρρωστήσῳ καὶ θὰ πεθάνῳ, ἄν μείνω ἀκόμα ἐδῶ.

     Κάποια διασκέδαση εὕρισκε μονάχα στὸ σκοπευτήριο τῆς Καλλιθέας. Πήγαινε συχνά. Ἦταν ἄριστος σκοπευτής. Μιὰ μέρα ποὺ ἦταν ἐκεῖ ὁ διάδοχος καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἐπίσημοι καὶ ὁ Μητρούσης πέτυχε πολλὲς φορὲς «διάνα», ὁ Κωνσταντῖνος τοῦ ἔδωσε τὸ χέρι γιὰ νὰ τὸν συγχαρῇ. Ὁ Μητρούσης ὅμως τὸ ἔσφιξε χωρὶς νὰ τὸ καταλάβῃ τόσο δυνατά, ποὺ τὸν πόνεσε.
Ἄλλη φορά, σὲ φασαρία ἐπάνω, ἔχασε τὸ μαχαίρι του καὶ χάλασε τὸν κόσμο νὰ τὸ βρῇ. Εἶχε χαράξει στὴ λαβή του μὲ γραμμές, πόσους ἕως τότε εἶχε ξεκάμει γιὰ ἀντίποινα τῆς γυναίκας του. Κι ἔχανε τοὺς λογαριασμούς του… Ἔτσι κρατοῦσαν τότε τὰ κατάστιχά τους οἱ χωρικοί. Μὲ τὸ μαχαίρι ἔσερναν σὲ ἕνα ξυλαράκι γραμμὲς ποὺ σήμαιναν τὶς λίρες ἢ τὰ μιτζήτια ποὺ χρωστοῦσαν, τὰ βόδια ποὺ πουλοῦσαν καὶ πληρώθηκαν κλπ. Ὁ Μητρούσης εἶχε κάμει λογιστήριο τὴ λαβὴ τοῦ μαχαιριοῦ του.

    Μὲ τὰ πολλὰ κατάφερε στὸ τέλος νὰ γυρίσῃ στὸ κάμπο καὶ τὴν περιοχὴ Σερρῶν μ΄ἕνα μικρὸ σῶμα ἀπὸ τοὺς Γιοβάνη Οὔρδα καὶ Μιχάλη Οὐζούνη, τὸν λοχία Θεόδωρο Τουρλεντὲ ἀπὸ τὸ Λιοντάρι τῆς Πελοποννήσου καὶ τὸν Νίκο Παναγιώτου ἀπὸ τὸ Ἀγρίνιο. Βρέθηκε μέσα στὶς Σέρρες στὶς 13 Ἰουλίου τοῦ 1907, στὴ συνοικία Καμινίκια στὸ σπίτι ἑνὸς παπᾶ, κοντὰ στὴν ἐκκλησία τῆς Εὐαγγελίστριας. Κάποιος ὅμως τὸν πρόδωσε.

     Ὅλη ἡ φρουρὰ τῶν Σερρῶν κύκλωσε ὅλη τὴ συνοικία καὶ τὸ σπίτι τοῦ παπᾶ. Ὁ Μητρούσης ἄφησε ἐπίτηδες ἀνοιχτὴ τὴν πόρτα του καὶ ἔσφαξε τὸν ἀξιωματικὸ ποὺ μπῆκε μέσα. Ἄρχισε ἡ μάχη. Οἱ Τοῦρκοι ἔβαλαν φωτιὰ στὰ γύρω σπίτια. Ὁ Μητρούσης μὲ τοὺς συντρόφους του ἔφυγαν στὴν ἐκκλησία, ὅπου συνέχισαν τὴ μάχη. Εἶχε πάρει καθῶς φαίνεται, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ τὴν ἀπόφαση νὰ πουλήσῃ ὅσο τὸ δυνατὸ πιὸ ἀκριβὰ τὴ ζωή του. Ἔπεσαν ὁ Τουρλεντὲς καὶ ὁ Μιχάλης. Τραυματίστηκαν ὁ Παναγιώτου καὶ ὁ Γιοβάνης. Ἐξακολούθησε νὰ πολεμᾶ μόνος ὥρες πολλὲς ἀπ΄τὸ καμπαναριό, ζωσμένος ἀπὸ χιλιάδες Τούρκους καὶ ἀπὸ τοὺς καπνοὺς τῶν σπιτιῶν ποὺ ἔκαιαν. Καὶ ἀφοῦ ἀποκεφάλισε τὸν ἀστυνομικὸ διευθυντὴ ποὺ πῆγε νὰ τοῦ προτείνῃ νὰ παραδοθῇ καὶ ἔρριξε καὶ τὴν τελευταία σφαίρα, αὐτοκτόνησε μὲ τὸ μαχαίρι. Δὲν θέλησε νὰ χαραμίσῃ ἄδικα οὔτε ἕνα φυσίγγι…

     Ἔκαμε χαρακίρι πάνω ἀπὸ τὴ χακὶ στολή του, ἀπὸ τὸ χονδρὸ πλατὺ ζωνάρι καὶ τὶς φυσιγγιοθῆκες. Ἔπρεπε νὰ ἔχῃ ὑπεράνθρωπη ἀποφασιστικότητα καὶ σιδερένια θέληση γιὰ νὰ τὸ πραγματοποιήσῃ.
Μὲ τὸ θάνατό του ἀναδείχτηκε ὁ Μητρούσης «ὁ ἥρως τῶν ἡρώων». Ἀπ΄τὸ ὕψος τοῦ καμπαναριοῦ μονομάχησε ἕξι ὥρες μὲ ὁλάκερη μεραρχία, ἐνῶ κατάπληκτη μία πόλη παρακολουθοῦσε μὲ δέος τὸν ὑπέροχο ἀγώνα.

     Πλήρωσαν πολὺ ἀκριβὰ οἱ Τοῦρκοι τὸ ἀποτέλεσμα. Εἶχαν περισσότερους ἀπὸ 35 νεκρούς. Ἀναγκάστηκε καὶ ἡ τουρκικὴ πρεσβεία Βιέννης στὶς 25 Ἰουλίου τοῦ 1907 νὰ διαψεύσῃ ὅτι εἶχαν οἱ Τοῦρκοι πολὺ βαρειὲς ἀπώλειες στὴ συμπλοκὴ μὲ τὸ Μητρούση. Ὁ πολιτευτὴς καὶ συγγραφέας τῶν Σερρῶν κ. Π. Πέννας παρακολούθησε ὡς αὐτὸπτης μάρτυρας τὴν κηδεία τῶν 35 Τούρκων στρατιωτῶν στὰ τούρκικα μνήματα τοῦ λόφου Μουσάλα. Τὶς βαρειές ἀπώλειες ποὺ εἶχαν τὶς ἐπιβεβαιώνουν καὶ οἱ ἴδιοι οἱ Τοῦρκοι μὲ τὴ στάση τους. Καταδίκασαν σὲ θάνατο τοὺς δύο τραυματίες αἰχμαλώτους, ἐνῶ ἦταν ἁπλοὶ ὁπλίτες. Ὁ Νίκος Παναγιώτου μάλιστα, ποὺ εἶχε μπῇ στὴ Μακεδονία πρὶν λίγες μόλις βδομάδες καὶ δὲν βαρυνόταν μὲ κανένα προσωπικὸ ἔγκλημα, ἔπρεπε τὸ πολὺ νὰ τιμωρηθῇ μὲ ἁπλὴ φυλάκιση λίγων χρόνων. Αὐτὴ τουλάχιστον ἡ ἀρχὴ εἶχεν ἐπικρατήσει ἕως τότε στὴ νομολογία τῶν Ἐκτάκτων Δικαστηρίων.

     Ἀναδείχτηκαν ἀντάξιοι τοῦ ἀρχηγοῦ τους οἱ Γιοβάνης Οὔρδας καὶ Νίκος Παναγιώτου. Μπροστὰ στὶς δυὸ κρεμάλες ζητωκραύγασαν γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ ἔβριζαν τοὺς Τούρκους. Ὅλος ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς τῶν Σερρῶν ἦταν στὸ πόδι. Οἱ Σερραῖοι μάλιστα ἐκείνη τὴ μέρα σὲ ἔνδειξη διαμαρτυρίας ἔκλεισαν ὅλα τὰ καταστήματα. Ἐρημώθηκε ἡ ἀγορὰ καὶ ὅλη ἡ πόλη. Οἱ Τοῦρκοι ξέσπασαν στὸν Μητροπολίτη καὶ ζητοῦσαν ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο τὴν ἀνάκλησή του. Δὲν ἄφησαν ἐπίσης κανέναν νὰ παρακολουθήσῃ τὴν κηδεία τοῦ Μητρούση καὶ τῶν δυὸ συντρόφων του.

     Ὁ μουσικοσυνθέτης καὶ ποιητὴς Αἰμίλιος Ριάδης ποὺ σπούδαζε τότε στὸ Μόναχο, ἔγραψε ἕνα ποίημα γιὰ τὸ θάνατο τοῦ Μητρούση ἀπὸ ἑξήντα ἑξάστιχες στροφές. Ἀρχίζει: «Γλυκὰ σιγοσβήνει τῆς μέρας τ΄ἀστέρι…». Ἐτοίμαζε καὶ ὀρατόριο ἐφιερωμένο στὸν ἥρωα τῶν Σερρῶν. Εἶχε πάθει, ὅπως ἔλεγαν τότε οἱ φίλοι του, ἀληθινὴ «Μητρουσίτιδα»…  Γ. Μόδης

     Τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ πέθανε ὁ καπετὰν Μητρούσης (14 Ἰουλίου 1907), ἔφιππο ἀπὸσπασμα τουρκικοῦ στρατοῦ κύκλωσε τὸ σῶμα τοῦ Ἀνδρέα Μακούλη (Στενημαχίτη) κοντὰ στὸ σημερινὸ χωριὸ Ἐμμανουὴλ Παππᾶς καὶ κατὰ τὴν μάχη ποὺ ἀκολούθησε σκοτώθηκε ὁ ἀρχηγὸς καὶ ὅλοι οἱ ἄνδρες τοῦ σώματος. Οἱ φονευθέντες ἄνδρες τοῦ σώματος Μακούλη ἧσαν οἱ ἐξῆς:Νικόλαος Τσάπος, Εὐάγγελος Χατζηλευθέρης, Βασίλειος Ψίτης, Ἀναστάσιος Πλεούμης, Ἰωάννης Φοντούλης ἢ Στενημαχιώτης, Ἀντώνιος Νούσκαλης, Χρῖστος Φριόντσαλης, Νῖκος Ἀχινιώτης καὶ Ἠλίας Καρλίκιοϊλης.



Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μακεδονικὸς Ἀγὼν καὶ Νεώτερη Μακεδονικὴ Ἱστορία» τοῦ Γ. Μόδη, Ε.Μ.Σ.

Συμπληρωματικὲς πληροφορίες ἀπὸ τὸ βιβλίο «Μακεδονικὸς Ἀγών» τοῦ Π. Τσάμη, Ε.Μ.Σ.

Εἰκόνα καπετὰν Μητρούση .imma.edu.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου