Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Μεσολόγγι. Μιὰ φούχτα χῶμα νὰ κρατῷ καὶ νὰ σωθῷ μ᾿ ἐκεῖνο…



«Μιὰ φούχτα χῶμα νὰ κρατῷ καὶ νὰ σωθῷ μ᾿ ἐκεῖνο…»
Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι, Σολωμός Διονύσιος, ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β’, ΧΙΙΙ,6

***

     Ποιός εἶναι ἰκανὸς νὰ περιγράψῃ τὶς στιγμὲς ἐκεῖνες τοῦ σπαρακτικοῦ μεσονύκτιου ἀποχαιρετισμοῦ, ὅταν οἱ Μεσολογγίτες καὶ οἱ Μεσολογγίτισσες χωρίσθηκαν ἀπὸ τοὺς ἀγαπημένους καὶ τοὺς ἀσθενεῖς, ἔδωσαν τὸν τελευταῖον ἀσπασμόν καὶ κατευθύνθηκαν πρὸς τὰ τέσσερα ξύλινα γεφύρια· τὰ γυναικόπαιδα χωριστὰ πρὸς τὸ τελευταῖο πρὸς τὴν θάλασσα γεφύρι ὡς «ἀπέχον περισσότερον τῶν προμαχώνων» τοῦ ἐχθροῦ; Ἀλλὰ οἱ περισσότερες γυναῖκες φοροῦσαν φουστανέλλα καὶ ἦταν ζωσμένες τὴν σπάθη, ἔτοιμες πρὸς τὴν ἔσχατη πάλη· καὶ τὰ παιδιὰ ἐκεῖνα, τὰ παιδιὰ ἔπαιρναν μαχαίρια καὶ πιστόλια μακρύτερα τῶν χεριῶν τους… 

     Ποιὸς μπορεῖ νὰ περιγράψῃ τὴν ἀνυπομονησία τῶν ἀντρῶν ἐκείνων ποὺ θὰ ὀρμοῦσαν πρῶτοι στὴν Ἔξοδο, νὰ περιμένουν πλαγιασμένοι κατὰ γῆς, νὰ περιμένουν τὸ σημάδι ὅτι χτυπήθηκε ὄπισθεν ὁ ἐχθρὸς, καὶ μὴ ἀντέχοντας ἄλλο τὴν ἀναμονή νὰ ὡρμοῦν φωνάζοντας «Ἐμπρός!»… Ὁ Νότης Μπότσαρης πρὸς τὰ δεξιά, Ὁ Μακρῆς πρὸς τ΄ἀριστερὰ καὶ ὁ Κίτσος Τζαβέλλας στὸ μέσο, ὅλοι πνέοντες ἐκδίκηση, χωρὶς νὰ ὑποπτεύονται ποιὰ ἐνέδρα τοὺς περίμενε…


     Τήν 6η Ἀπριλίου 1826 συγκεντρώθηκαν οἱ ὁπλαρχηγοὶ καὶ οἱ προεστοὶ καὶ πῆραν τὴ μεγάλη ἀπόφαση νὰ πραγματοποιήσουν Ἔξοδο, περίπου δύο ὥρες μετὰ τὸ σούρουπο τῆς 10ης Ἀπριλίου 1826, Σάββατο τοῦ Λαζάρου πρὸς Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Ἀποφασίστηκε τότε ὅλοι οἱ λαβωμένοι καὶ οἱ γέροι νὰ συγκεντρωθοῦν στὰ σπίτια ποὺ εἶχαν πυριτιδαποθήκες καὶ νὰ τιναχτοῦν στὸν ἀέρα, ὅταν θὰ ἔμπαιναν οἱ βάρβαροι. Γιὰ τὰ μωρὰ ὑπῆρχε ἡ ἄποψη νὰ τὰ δηλητηριάσουν, ὥστε μὲ τὰ κλάμματά τους, νὰ μὴν προδώσουν τοὺς ὑπόλοιπους κατὰ τὴν ἔξοδο, ἀφού χρειαζόταν ἀπόλυτη σιγή. Ὅμως ὁ ἐπίσκοπος Ἰωσῆφ Ρωγῶν, μὲ μία συγκινητικὴ παρέμβαση, ἀπέτρεψε τὴν ἀνίερη αὐτὴ πράξη. Τοὺς αἰχμαλώτους ὅμως μουσουλμάνους καὶ Χριστιανοὺς τοὺς θανάτωσαν ὅλους, ἰδιαίτερα μετὰ τὴν ἀπόδραση δύο ἀπὸ αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι φέρεται νὰ πρόδωσαν τὸ μυστικὸ τῆς ἐξόδου στοὺς πασσᾶδες.





XIII. Εἶν᾿ ἕτοιμα στὴν ἄσπονδη πλημύρα τῶν ἁρμάτων
δρόμο νὰ σχίσουν τὰ σπαθιά, κι ἐλεύθεροι νὰ μείνουν
ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸ χάρο.
Ἐλεύθεροι Πολιορκημένοι, Σολωμός Διονύσιος, ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ Β’

***

     «Ὅλοι οἱ ὁπλαρχηγοί καὶ στρατιῶται ἐπήγαμεν καὶ ἀποχαιρετίσαμεν τοὺς συναγωνιστάς μας, φίλους καὶ συγγενεῖς, πληγωμένους καὶ ἀσθενεῖς, οἴτινες μὲ δάκρυα χαρᾶς μάλλον παρὰ μὲ λύπην χωριζόμενοι ἀπὸ ἡμᾶς, ἔμειναν νὰ πεθάνουν πολεμοῦντες. Κανένας ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἀγανάκτισεν, διότι ὁ κίνδυνος τῆς ζωῆς ἦτον ἐπίσης ὁ ἴδιος καὶ εἰς αὐτοὺς καὶ εἰς ἡμᾶς. Ὅλοι εὔχοντο πρὸς τοὺς ἀναχωροῦντας τὴν καλὴν ἀντάμωσιν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον.

     Φθάνοντας εἰς τὸν Ἀνεμόμυλον, ἀμέσως ἐπῆγα καὶ ηὗρα καὶ τὸν Καψάλην εἰς τὴν πυριτοθήκην ἐκοινοποίησα πρὸς αὐτὸν τί ὥρα ἔπρεπεν νὰ βάλῃ φωτιά, αὐτὸς μ’ ἀποκρίθῃ ὅτι:
     – “Δὲν θέλω ὀρμηνείαν, μόνον ὥρα καλή σας, καὶ ὅταν φθάσετε πρὸς τὸν ριζὸν τοῦ βουνοῦ, ἀκοῦτε καὶ βλέπετε τὸν Καψάλην σας ποὺ θὰ ἀπετᾷ…» (Ἐνθυμήματα Στρατιωτικά, Ν. Κασομούλη)

     Τὸ σχέδιο καὶ ἡ ὥρα εἶχε προδοθεῖ στὸν ἐχθρὸ καὶ πρὶν ἀκόμα ἐξέλθουν τὰ γυναικόπαιδα, ξεπήδησαν ἀπὸ τὶς τάφρους οἱ βάρβαροι καὶ ἄρχισε ἡ θανάσιμος πάλη μέσα στὸ σκοτάδι. Αἴφνης ἀκούσθηκε ἡ φοβερὴ κραυγὴ «Ὀπίσω!» καὶ οἱ περισσότεροι Μεσολογγίτες ὑποχώρησαν, προτιμώντας τὸν θάνατο στὶς ἐστίες τους. Ἡ τάξη χάθηκε ἐντελῶς, ὁ στρατὸς διασπάστηκε, οἱ ὁπλαρχηγοὶ πωλοῦσαν τὴν ζωή τους ἀκριβά, οἱ φιλέλληνες καὶ οἱ πρόκριτοι σκοτώνονταν καὶ χαράκτηκαν στὴν Ἱστορία οἱ αἱματηρότατες σκηνὲς τοῦ Ἱεροῦ Ἀγῶνος. Στοὺς μελλοθάνατους μία ἔμενε ἐκδίκηση, νὰ τιναχθοῦν στὸν ἀέρα μαζί μὲ τοὺς ἐχθρούς, καὶ τὴν ἐκδίκηση αὐτὴ τὰ μεσάνυχτα τὴν ὥρα τῆς ἐφόδου τῶν Τουρκαλβανῶν στὴν πυριταποθήκη, ξάλλοντας ὡς ἐπικήδειο ὁλάκαιρης τῆς πόλεως τὸν ψαλμό «Μνήσθητί μου Κύριε», ὁ Καψάλης.





    Ἐντούτοις, ὁπλαρχηγοὶ μὲ γυναῖκες καὶ παιδιά εἶχαν διασπάσει τὴν τάξη τοῦ ἐχθροῦ καὶ ἀνέβαιναν σιωπηλοὶ πρὸς τὸν καθορισμένο τόπο συναντήσεως, τὴν μονὴ τοῦ Ἁγίου Συμεών, ὅπου ἔλπιζαν νὰ συναντήσουν ἀδελφικὸ στρατό. Ἀλλὰ ἐκεῖ, στὰ ὀρεινὰ μονοπάτια εἶχε κρύψει τὸ ἱππικὸ του ὁ Ἰμπραῆμ. Ὅσοι δὲν κατόρθωσαν νὰ φτάσουν ἀπὸ ἄλλο δρόμο στὴ μονή, ἔπεσαν ἐκεῖ, στὴν ἐνέδρα τῶν Ἀλβανῶν τοῦ Κιουταχῆ. Καὶ ὅμως μερικοὶ ἀπώθησαν, κατάφεραν καὶ πέρασαν καὶ κρατῶντας ἀκόμη τὴν σημαία τους, τὴν ἱστορικότερη ἀπὸ τὶς ἔνδοξες σημαῖες τῆς Ἐπαναστάσεως. Τέλος, ὅσοι διέφυγαν πρὸς τὶς κορυφὲς τοῦ Ζυγοῦ, συνάντησαν λίγους ὁμοφύλους, καὶ ἦταν ὄχι περισσότεροι ἀπὸ 1300 ἄτομα. Ἑπτὰ γυναῖκες καὶ τρία – τέσσερα παιδιά, περιφέρονταν ἐπὶ τρεῖς μέρες «αἱμοτσακισμένα» λείψανα τόσης γενναιότητος, τόσης ἀγωνίας, τόσης συμφορᾶς…
 
     Καὶ τὸ τραγικὸ ἦταν ὅτι οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, οἱ τσακισμένοι, ἦταν μέχρι χθὲς νικητές μὲ τὴν λαμπρὴ νίκη τῆς Κλείσοβας τὴν 6ην Ἀπριλίου. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰμπραῆμ ὁμολόγησε ὅτι «θὰ ἐλυώναμεν ὅπως τὸ χιόνι τοῦ βουνοῦ, ἂν εἶχεν ἀκόμη τριῶν ἑβδομάδων ψωμί τὸ Μεσολόγγι».





    « …Ἐβγῆκεν ὁ σημαιοφόρος Ἀργύρης πρῶτος, καὶ μὲ τοὺς ὁδηγοὺς ὁμοῦ καὶ μὲ τὸν Νότην ἄρχισαν συγκεχυμένως πλέον νὰ ἐξέρχονται ἀσπαζόμενοι καὶ ἀποχαιρετοῦντες κάθεῖς τὸ ἰδικόν του ὀχύρωμα εἰς τὴν θύραν καὶ τὰς βαθμίδας μὲ ἀναστεναγμούς:
 
      – “Ἄχ, Μισολόγγι, ἄχ, αἵματα ὀποῦ ἐχύσαμεν ἄδικα…”

     Ἐφθάσαμεν τέλος πάντων εἰς τοῦ Κότσικα τὸ Ἀμπέλι. Καθ’ ὁδὸν ἐπροακούσαμεν μίαν τρομερὰν προετοιμασίαν τυμπάνων πεζικοῦ, σαλπίγγων ἱππικοῦ, τουμπελεκίων ἐλαφροὺ ἱππικοῦ, ἕναν κρότον σύμμικτον ἀπ΄ ὅλα τοῦτα μέγαν, ἐρχόμενα δὲ ὄπισθέν μας, κατ’ εὐθείαν τὸν πλατὺν δρόμον, ἀπὸ τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον πρὸς ἡμᾶς, ἐνῷ συγχρόνως τὸ ακατάπαυστον πῦρ καὶ αἰ φωναὶ μέσα εἰς τὸ Μεσολόγγι ἠχολογοῦσαν, καὶ ἐτρόμαζαν τὸν τόπον καὶ τὰ βουνά.

     – “Τὸ ἀμπέλι πιᾶστε, καὶ σταθῆτε νὰ πεθάνωμεν ὅλοι μαζί, αὐτοῦ!” ἀφώναξαμεν ὅλοι.

      Τὸ ἀμπέλι ἦτον περιστοιχισμένον μὲ αὔλακαν καὶ χῶμα ὑψωμένον ἀνέβημεν ὅλοι ἐπάνω βοηθούμενοι ἕνας μὲ τὸν ἄλλον. Ἐκεῖ ἀναπνεύσαμεν. Ἐπειδὴ τὸ ἀμπέλι ἦτον εἰς ὕψος, ἐστρέψαμεν τὰ πρόσωπα μας πρὸς τὸ Μεσολόγγι καὶ ἐσιωπήσαμεν ὅλοι. Ἐνῷ ὅμως ἐγνωρίζαμεν ὅτι μᾶς παρακολουθοῦσαν ἔως ἐκεῖ ὅλα τὰ ἐχθρικὰ σώματα πυροβολῶντας μας, καὶ πάλιν ἠθέλαμεν νὰ ἰδοῦμεν ποὺ διευθύνονται αἰ συγκεχυμένες φωνὲς τῶν τύμπανων, σαλπίγγων καὶ τουμπελεκίων. Ήτον μακράν εισέτι, καί τό αμυδρόν φώς τής σελήνης δέν έφθανεν νά φώτιση ώστε νά τούς ιδούμεν. Ἐκείνην τὴν στιγμήν, ἀκούγομεν τὴν πυριτοθήκην τοῦ Καψάλη ἀνάπτουσαν καὶ ὑψωμένην εἰς τὸν ἀέραν, ὥστε, φωτίσασα τὴν πεδιάδα, εἴδαμεν τότε καὶ τὸ μέγα σῶμα ἐρχόμενον, φάλαγγας πεζῶν, ἱππεῖς τακτικοὺς καὶ ἄτακτους.

      Ἐπλησίασαν προχωροῦντες ὅλοι ὁμοῦ. Δὲν δύναμαι νὰ περιγράψῳ τὸ εἶδος τοῦτο τῆς θορυβώδους ἐπιθέσεως. Πολλάκις εἰς τὴν ζωήν μου ἄκουσα τουμπερλέκια, πλὴν τόσον πολλὰ ποτέ. Ὅταν τέλος ὥρμησαν πρῶτοι οἱ τοῦ ἐλαφροῦ ἱππικοῦ μὲ τὸ “Χάλια, χάλια, χάλια”, σύνηθες καὶ φυσικότατον παράγγελμα τῶν Δελήδων (ἐλαφρεῖς ἱππείῖ), καὶ συγχρόνως κτυποῦσαν, κατὰ τὸν λογαριασμόν μας, περίπου ἀπὸ 150 200 τουμπερλέκια, ἡμεῖς ἀκούοντες δὲν εἴπαμεν ἄλλο, παρὰ ὅτι ὅλον τὸ στράτευμα κατὰ μικρὰ σώματα βαστοῦσεν ἴσως ἀπὸ ἕνα, ἴσως ἀπὸ δύο τουμπερλέκια, καὶ τὰ κτυποῦσαν διὰ νὰ μᾶς φοβίσουν. Ἐνῷ λοιπὸν ἐκεῖνοι ὥρμησαν πρὸς ἡμᾶς, καὶ τὸ ἐχθρικὸν τακτικὸν ἤρχετο μὲ τὸ βῆμα, συγκροτεῖ μία φωνὴ ἀπὸ τ΄ ἀμπέλι καὶ ριπτόμεθα κάτω, ὁρμοῦμεν.

      “Ἐπάνω τους!” φωνάζομεν πάλιν. Ἀρχίζομεν νὰ ντουφεκοῦμεν… παύουν εὐθύς ὅλα, καὶ τύμπανα καὶ σάλπιγγες, καὶ δίδουν τὰ νῶτα κατατσακισθέντες ποῖος νὰ πρωτοφύγη. Λαβόντες αὐτὴν τὴν εὐκαιρίαν ἐτρέξαμεν ἔως ἕνα τέταρτο τῆς ὥρας, καὶ ἐπιάσαμεν τὸν ριζόν. Ἐκεῖνοι πλέον οὔτε ἐφάνησαν. Βλέποντές μας οἱ Τοῦρκοι τρέχοντες ὀρμοῦν κατεπάνω μας.

      “Ἀπάνω τους!” φωνάζομεν στρέφομεν κατ’ αὐτῶν τὰ ντουφέκια, ὀρμοῦμεν. Παύουν τὰ τύμπανα, παύουν τὶς σάλπιγγες, παύουν τὰ τουμπερλέκια, καὶ φεύγοντες ἐκοίταζον ποῦ νὰ σωθοῦν κακήν κακῶς. Ειἰ ταύτην τὴν περίστασιν ἄρπαξαν καὶ δύο τρία ἄλογα οἱ ἐδικοί μας ἀπὸ τοὺς φονευθέντας, καὶ ἐκαβαλίκευσαν. Τὸ ἕνα τὸ πῆρεν ὁ Μπακατσέλλος Τζαβέλλας. Διώξαντες καὶ ἐτούτους, ἐνομίσαμεν πλέον ὅτι φθάσαντες εἰς τὸν ριζόν, ἐλευθερώθημεν, καὶ ἐβαδίζαμεν ἀγάλι ἀγάλι. Ἐκεῖ ἐστάθημεν, καὶ ἤπιαμεν ἀπὸ ἒν τσιγάρον εὐχαριστήσαντες τὸν Θεὸν διὰ τὸ φῶς τῆς σελήνης ὁ καθένας.

      Ἐκεῖ εἴδαμεν ὅτι ἦλθεν ὁ Βαγγέλης τοῦ Μήτσου Κοντογιάννη καὶ ηὖρεν τὸν πατέραν του, καὶ τὸν πῆρεν εἰς τὰς ἀγκάλας του, μὲ τοὺς στρατιῶτας του. Ἐκεῖ ἦλθεν καὶ κάποιος Κόρακας, ὁ Νικόλαος Κόπελος Ξερομερίτης, ὁ Φαραζλῆς τοῦ Καραϊσκάκη καὶ ὁ Γιαννούσης Πανομάρας μὲ ἔως 50 συντρόφους. Ἰδόντες ἐτούτους ἐκαθίσαμεν πλέον ξεμέτοχα, καὶ παρατηρούσαμεν εἰς τὸ Μεσολόγγι καὶ εἰς τὴν πεδιάδα. Ὅλη ἡ πεδιὰς ἔβραζεν ἀπὸ τὴν ἀνταυγάζουσαν φωτιάν, ἡ δὲ λαμπάδα τού Μεσολογγίου διέδιδε τὸ φῶς ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐσκορπίζετο ἔως εἰς τὸ Βασιλάδι, Κλείσοβαν καὶ εἰς ὅλην τὴν πεδιάδαν, καὶ ἐβαστοῦσεν ἔως εἰς ἠμᾶς. Ὁ δὲ παντοῦ ἀνὰ τὴν πόλιν τουφεκισμὸς ἐφαίνετο ὠσὰν πλῆθος κωλοφωτιῶν. Ἀπὸ τὸ Μεσολόγγι ἀκούγετο ὁ βρασμὸς τῶν φωνῶν γυναικῶν, τουφεκιῶν, ἐκρηγνυομένων πυριτιδαποθηκῶν, ὑπονόμων, ἕνας συγκεχυμένος καὶ ἀπερίγραπτος τρομερὸς ἤχος. Φοῦρνος ἐφαίνετο ἡ πόλις, ἀπὸ τὸ ἀκατάπαυστον πύρ. Ἐνῷ ἐμακαρίζαμεν τὴν τύχην μας, ὅτι ἔπαυσαν ἔως αὐτοῦ ἡμῶν τῶν ὀλίγων μεινάντων τὰ βάσανα.

      “Σηκωθῆτε!” Μᾶς λέγουν οἱ ἐλθόντες συνάδελφοι μας, ἐγκαρδιωθῆτε ἀκόμη ὀλίγον ἔως νὰ πιάσωμεν τὸν Ζυγόν, καὶ ὕστερον πηγαίνομεν ἀργὰ σεργιανίζοντες. Οὔτως ἀρχίσαμεν καὶ ἐτραβιούμασθον ἀγάλι ἀγάλι ἔως ὄτου ἐφθάσαμεν εἰς μίαν χούνην, ὀποῦ τότε ἐκρύφθῃ τὸ Μεσολόγγι ἀπὸ τὰ μάτια μας…» (Ἐνθυμήματα Στρατιωτικά, Ν. Κασομούλη)





      Καὶ ὅμως ποτὲ ἄλλοτε δὲν ἀποδείχθηκε τόσο φανερὰ ἡ ἐπέμβαση τῆς Νεμέσεως, καθῶς ὁ Ἰμπραῆμ μὲ τὴν νίκη του παρασκεύασε τὸν δικό του ὄλεθρο καὶ ὅτι νικητὲς καὶ τροπαιοῦχοι ἦταν οἱ σωροὶ ἐκείνοι τῶν νεκρῶν καὶ ἡ μᾶζα τῶν γυναικοπαίδων…
Ὅταν μαθεύτηκε στὸ Παρίσι ὅτι ἔπεσε τὸ Μεσολόγγι, ὁ κόσμος ἀγανακτισμένος διότι Γάλλοι ἀξιωματικοὶ εἶχαν ὑπηρετήσει τὸν Ἰμπραῆμ, βγῆκε στοὺς δρόμους σὲ μεγαλειώση διαδήλωση καὶ ὁ βασιλιᾶς Κάρολος ἐμφανίστηκε στὸν ἐξώστη τῶν ἀνακτόρων καὶ ἀποκρίθηκε πρὸς τὶς κραυγὲς τοῦ πλήθους: «Oui, vivent les Grecs· θὰ τοὺς συνακολουθήσῳ εἶς τὴν Κωνσταντινούπολην»...

     Ἡ μεταστροφὴ τῆς Γαλλικῆς πολιτικῆς εἶχε ἐπέλθει πλήρης, καὶ ἀφοῦ ἐπὶ 18 μῆνες ἐξακολουθοῦσε ὁ Ἰμπραῆμ τὰ ἀνοσιουργήματά του στὴν Πελοπόννησο, ὁ στόλος τοῦ ἀντιναυάρχου Δεριγνῦ συναντήθηκε τὴν 13η Ὀκτωβρίου 1827 μὲ τὸν Ἀγγλικὸ καὶ τὸν Ρωσικὸ καὶ εἰσέρχονται καὶ οἱ τρεῖς στὸ λιμάνι τοῦ Ναυαρίνου.
Ἡ Εὐρώπη ἐξιλεώνεται ἔστω καὶ ἀργά. Οἱ βουβὲς ἐκεῖνες σκιές παρέσυραν τὴν θέληση τῶν ἰσχυρῶν καὶ θρυμμάτισαν τὴν ἀνθρώπινη ὕβρη…

     Γενναίους μαχητὲς καὶ ἄφοβους ἄνδρες ποὺ πολέμησαν ὑπὲρ πατρίδος ἔχουμε πολλούς, ἀλλὰ παραδείγματα ὁλόκληρης πόλεως, ἀποφασισμένη νὰ ἐξέλθῃ καὶ νὰ διασπάσῃ τὸν ἐχθρό, καὶ νὰ γυρίζει πίσω γιὰ νὰ ἀνατιναχθῇ μαζί του, δὲν ὑπάρχει…





Φωτογραφία Χλόη


Βιβλιογραφία

«Ἐνθυμήματα Στρατιωτικὰ τῆς Ἐπαναστάσεως τῶν Ἑλλήνων, 1821 – 1833», Ν. Κασομούλη

«Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάστασις» Δ. Κόκκινου, τόμ. 5ος

«Τὸ Ἀθήνησι Πανεπιστήμιον, Λόγοι ἐκφωνηθέντες ἐν τῇ αἰθούση τῶν τελετῶν τοῦ Πανεπιστημίου τῇ 23η Ἀπριλίου 1926». ΑΘΗΝΑΙ, 1926

Εἰκόνες  

Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου (Ἐθνικὸ Ἱστορικὸ Μουσεῖο)
 
http://ebooks.edu.gr/

http://www.ebay.com/    

http://www.ebay.com/itm/G  
 
 
Σύντομος σύνδεσμος (shortlink) ἄρθρου: http://wp.me/p456C4-1R



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου